- κτηδών
- κτηδών, όνος, ἡ, (1) der Dreizack. (2) die Fasern im Holz; auch die Lagen od. Schichten des Schiefersteins. (3) der Kamm
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
έκκεντρο — Κινηματικό όργανο το οποίο επιτρέπει τη μετάδοση κινήσεων, που ρυθμίζονται από οποιονδήποτε νόμο σε συνάρτηση με τον χρόνο. Ονομάζεται και εκκεντρική βαθμίδα ή, σπανιότερα, κτηδών. Ιδιαίτερα μετασχηματίζει μια ομαλή κυκλική κίνηση ενός άξονα σε… … Dictionary of Greek
ευκτήδων — εὐκτήδων, ον (Α) (για ξύλο) 1. αυτός που έχει ευθείες, ίσιες ίνες 2. αυτός που σχίζεται εύκολα, ο ευκολόσχιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτηδών «ίνα τού ξύλου»] … Dictionary of Greek
κτηδόνα — η (Α κτηδών, όνος) 1. καθεμιά από τις ίνες τού ξύλου 2. καθένας από τους ομόκεντρους κύκλους τής τομής κορμού δένδρου νεοελλ. μεταλλικός οδοντωτός δίσκος που στρέφεται γύρω από άξονα, καθώς και το σύνολο τών οδοντωτών προεξοχών τής περιφέρειάς… … Dictionary of Greek
πολυκτηδών — όνος, ὁ, Α (για τον κερατοειδή χιτώνα τού οφθαλμού) αυτός που έχει πολλές στιβάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτηδών, όνος «στιβάδα τού κερατοειδούς τού οφθαλμού»] … Dictionary of Greek